Αδήριτη ανάγκη η αύξηση της συνεισφοράς του πρωτογενούς τομέα στο Α.Ε.Π. (Εστία)

Αδήριτη ανάγκη η αύξηση της συνεισφοράς του  πρωτογενούς τομέα στο Α.Ε.Π. (Εστία)

Κεντρικό συστατικό πυλώνα της αναπτυξιακής στρατηγικής της Κυβέρνησης αποτελεί ο πρωτογενής τομέας. Ήδη, αυτά τα δυόμισι χρόνια της κυβερνητικής θητείας της Νέας Δημοκρατίας, πολλά έχουν γίνει για τη στήριξη του Έλληνα παραγωγού, την προβολή των ποιοτικών προϊόντων του «ευλογημένου» τόπου μας, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και την αξιοποίηση των φυσικών πόρων, ασφαλώς με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον.

 

Ωστόσο, το όραμά μας για την ριζική ανοικοδόμηση του «κοιμώμενου γίγαντα» της ελληνικής οικονομίας, δεν σταματά εδώ. Και μία κομβική καινοτομία για να κερδηθεί αυτό το στοίχημα είναι ο περιορισμός της μεγάλης εξάρτησης της εθνικής μας οικονομίας από ένα μόνο τομέα ή κλάδο και εν προκειμένω από τον τριτογενή τομέα, αυτόν των υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός.

 

Με αφορμή μάλιστα την οικονομική παγκόσμια ύφεση την οποία επέφερε η υγειονομική κρίση και τη διαπίστωση ότι η μονομερής εξάρτηση της οικονομίας μας εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους, μας δίδεται μια μοναδική ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε την πολιτική μας στοχοθεσία, με το βλέμμα σε ένα πιο παραγωγικό μοντέλο.

 

Και σε αυτή την προσπάθεια, προφανώς ο ρόλος του πρωτογενή τομέα είναι καθοριστικός.

 

Αυτός σήμερα, με τη φυτική και ζωική παραγωγή, ανέρχεται στα 11 δις ευρώ ή 5,1% του Α.Ε.Π. Συνυπολογίζοντας και τις επιδοτήσεις υποστήριξης του εισοδήματος των γεωργών, καθώς και τη μεταποίηση, συνολικά ο πρωτογενής τομέας προσφέρει στην εθνική οικονομία περίπου 25 δις ή 11,3% του Α.Ε.Π.

 

Ποσοστό, διπλάσιο μεν από το μέσο όρο της Ε.Ε., ωστόσο μικρό, ως απόλυτο ποσό, σε σχέση με το αντίστοιχο των μεγάλων ανταγωνιστριών μεσογειακών χωρών (Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία).

 

Πεποίθησή μου είναι ότι για την επόμενη πενταετία η συνεισφορά στο Α.Ε.Π. από τον πρωτογενή τομέα μπορεί να φτάσει τα 40 δις ευρώ, να κυμαίνεται δηλαδή σταθερά πάνω από 20%.

 

Τέσσερις, κατά τη γνώμη μου, είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις:

 

1. Μια σειρά μεταρρυθμίσεων, όπως η δημιουργία αγροτικού επιμελητηρίου, θέσπισης διεπαγγελματικών οργανώσεων, σύστημα παροχής συμβουλών κ.α.

 

2. Η οικονομική μόχλευση και οι επενδύσεις, με άμεση προώθηση των σχεδίων βελτίωσης και των εγκεκριμένων επενδυτικών πλάνων, ένταξη της γεωργίας, κτηνοτροφίας και πρώτης μεταποίησης στην αναπτυξιακή τράπεζα και στο χαμηλότοκο δανεισμό των προγραμμάτων της E.Ε. και της EBRD, καθώς και είσοδο των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών στον γεωργικό τομέα.

 

3. Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με στροφή στην εξωστρέφεια και στην κατανάλωση. Συγκεκριμένα, την αλλαγή ποικιλιακής σύνθεσης καλλιεργειών με στόχο τη δωδεκάμηνη διάθεση, την υιοθέτηση νέων καινοτομικών μεθόδων σε συνεργασία με πανεπιστήμια - ερευνητικούς φορείς και μέσω του συστήματος παροχής συμβουλών, τη διαφοροποίηση των προϊόντων μέσω του συστήματος ΠΟΠ - ΠΓΕ, ΒΙΟ, αλλά και την κλιματική ουδετεροποίηση.

 

4. Η σύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με τις Ανανεώσιμες Πήγες Ενέργειας (Α.Π.Ε.) στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος, σύνδεση με τον τουρισμό και τη χημική - φαρμακευτική βιομηχανία. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάδειξη του πλούτου των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών της χώρας με επιστημονική τεκμηρίωση, θα δώσει τεράστια υπεραξία και πρωτότυπα προϊόντα ευεξίας και καλλυντικά.

 

Είναι κάποιες μόνο σκέψεις που θα μπορούσαν να τεθούν στο δημόσιο διάλογο με έναν και μόνο στόχο: στην αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του τόπου μας και στην περαιτέρω ανάδειξη του πρωτογενούς τομέα προς όφελος της ελληνικής οικονομίας και των τοπικών κοινωνιών.

 

Μπορούμε, επιβάλλεται, θα το κάνουμε!