Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής στη συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων
Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε.
Κυρία Υπουργέ.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Θεωρώ ότι είναι πραγματικά λυπηρό να συζητάμε αυτονόητα θέματα με το παρόν σχέδιο νόμου.
Και είναι λυπηρό γιατί αποδεικνύει ακριβώς πόσο εκτός τόπου και χρόνου βρισκόμασταν, ως κοινωνία, ως πολιτικοί, ως πολίτες.
Τι εννοώ;
Εννοώ πολύ απλά ότι όταν μία Κυβέρνηση, το 2021, έρχεται να νομοθετήσει ότι δεν μπορεί να μπαίνει κανείς στο Πανεπιστήμιο ουσιαστικά με λευκή κόλλα ή ότι ο πανεπιστημιακός χώρος οφείλει να προστατεύεται, όπως κάθε δημόσιος χώρος, τότε κάτι κάνουμε λάθος εδώ και πολύ καιρό.
Αφού όμως έτσι είναι, οφείλουμε να το αλλάξουμε.
Και αυτό ευτυχώς αλλάζει χάρη στην αποφασιστικότητα της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη.
Τι προβλέπει το παρόν σχέδιο νόμου;
Πρώτον, προβλέπει την θεσμοθέτηση ελάχιστης βάσης εισαγωγής, διασφαλίζοντας την ακαδημαϊκή προϋπόθεση της επιτυχούς φοίτησης και της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών.
Γιατί, λογικό δεν είναι, κάποιος που μπαίνει με 9 να μην έχει τις ίδιες πιθανότητες να ολοκληρώσει τις σπουδές του με κάποιον που μπαίνει με 15 για παράδειγμα;
Δεύτερον, ρυθμίζει την διαδικασία εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε δύο φάσεις αποσκοπώντας στην εισαγωγή περισσοτέρων υποψηφίων σε Τμήματα στα οποία επιθυμούν πραγματικά να σπουδάσουν. Δεν παίζουμε ΠΡΟΠΟ με το μηχανογραφικό, επιλέγουμε σχολή πραγματικής προτίμησης.
Τρίτον, θεσπίζουμε όριο φοίτησης στα Α.Ε.Ι. Με σκοπό τη βελτίωση του ρυθμού αποφοίτησης και την γρηγορότερη ενσωμάτωση ανθρώπινου δυναμικού στην αγορά εργασίας. Γιατί ο πραγματικός φοιτητής αυτό θέλει. Άσχημα μαντάτα για τους μόνιμους καθοδηγητές νεολαιών.
Τέταρτον, θεσμοθετούμε την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με την ελεγχόμενη είσοδο, την προστασία του χώρου και την περιφρούρηση του. Ώστε να αποτρέπονται έκνομες ενέργειες. Γιατί ασφάλεια σημαίνει ελευθερία. Και ελευθερία είναι να εκφράζονται ανοιχτά όλες οι γνώμες, όχι να επιβάλλονται με κρέμασμα ταμπέλας.
Και αντί για απλές και αυτονόητες, σύμφωνα με τον κοινό νου, διορθωτικές κινήσεις διαδικαστικού χαρακτήρα, οι εν λόγω ρυθμίσεις συγκεντρώνουν την λυσσαλέα αντίδραση εκείνων που ορκίζονται ότι όλα είναι καλά.
Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ;
Από που πηγάζουν οι αντιδράσεις;
Από κάποιο αίτημα για να γίνουμε καλύτεροι;
Όχι βέβαια.
Καμιά τέτοια πρόθεση.
Και εδώ αναπόφευκτα έρχεται το ουσιαστικό και θεμελιώδες ερώτημα: Τι ακριβώς εννοούμε με τη λέξη Πανεπιστήμιο και πανεπιστημιακή εκπαίδευση;
Προφανώς άλλο εμείς και προφανώς άλλο εσείς, κυρίες και κύριοι της αντιπολίτευσης.
Και είναι καλό να γίνει αυτός ο διαχωρισμός για να πέσουν οι μάσκες.
Για εμάς τα Πανεπιστήμια πρέπει να δίνουν αφορμές στους ανθρώπους να ανοίγουν δρόμους καινοτομίας στην κοινωνία.
Να αποτελούν δεξαμενές αναγνώρισης ταλέντου και δεξιοτήτων.
Θερμοκήπια καλλιέργειας νοοτροπιών που αρμόζουν σε σύγχρονες κοινωνίες.
Να είναι φορείς κριτικής αλλά και δημιουργικής σκέψης.
Πολύ απλά και σχηματικά, τα Πανεπιστήμια για εμάς πρέπει να γεννάνε ιδεολόγους, όχι παραβάτες.
Στον αντίποδα, η Αξιωματική Αντιπολίτευση πεισματικά στηλώνει τα πόδια.
Αντιστέκεται, λέει.
Σε τι;
Στο δικαίωμα να συνεχίζεται το μπάχαλο;
Στο δικαίωμα να χρησιμοποιείται ο πανεπιστημιακός χώρος για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που πρέπει;
Πολύ φοβάμαι, κυρίες και κύριοι της αντιπολίτευσης, ότι η αντίδρασή σας είναι προσχηματική.
Το κάνετε γιατί θέλετε να προστατεύσετε την επετηρίδα των στελεχών που γαλουχούνται μέσα από αυτές τις διαδικασίες της αναμπουμπούλας και του μπάχαλου.
Πολλά από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονται ανάμεσά σας σήμερα αναδείχθηκαν από τη «γενιά του Άρθρου 16» όταν περήφανα γίναμε ένα με την Κούβα και την Βόρεια Κορέα ως οι χώρες που είπαν όχι στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων. Συγχαρητήρια σύντροφοι, εντός εισαγωγικών, βεβαίως. Οι κόποι σας ανταμείφθηκαν.
Αυτό που δεν αντιλαμβάνεστε είναι ότι με αυτό τον τρόπο δεν προσφέρετε καλές υπηρεσίες στο μέλλον του τόπου. Αυτό δεν είναι ανατρεπτικό, είναι απλώς οπισθοδρομικό.
Και όταν οι γραμμές θολώνουν, όταν οι έννοιες αλλοιώνονται τότε κάποιος πρέπει να τις υπενθυμίσει. Και εάν καταστεί αναγκαίο να τις επανακαθορίσει. Δεν είναι δυνατόν κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του «προοδευτικό» να λειτουργεί ως τάγμα εφόδου και σωσίας του φασιστικού τρόπου των Ναζί, όπως έγινε με τον πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου.
Η κιβδηλότητα της αντίδρασης υπονοεί και άγνοια της επικινδυνότητάς της. Το ντόμινο είναι ορατό: Η άγνοια οδηγεί σε λαϊκισμό. Ο λαϊκισμός αποτελεί το νέο σκοταδισμό. Και αυτό είναι ευθεία απειλή για τη Δημοκρατία μας. Όχι η επιτήρηση του χώρου.
Εάν, λοιπόν, εσείς θέλετε να στρουθοκαμηλίζετε και να βαυκαλίζεστε ότι κολλάτε ακόμη ένα ένσημο «αγωνιστικής» υποχρέωσης με αυτό τον τρόπο, έχετε δικαίωμα να το κάνετε. Κατά τα άλλα, αφήστε εμάς να κάνουμε τα Πανεπιστήμια το χώρο που πρέπει να είναι.
Και να σας πω και κάτι ακόμα.
Θα σας προκαλούσα να ανοίξουμε μία συζήτηση για το τι είναι πραγματική παιδεία και πως επιτυγχάνεται.
Να ξεκινήσουμε έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο με το απαραίτητο πολιτικό θάρρος που θα μας οδηγήσει στη λήψη αποφάσεων που θα καθιστούν τέτοιου είδους συμπεριφορές αυτονόητα ανεπίτρεπτες.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να συζητήσουμε τον ρόλο των κομματικών - φοιτητικών νεολαιών, το ζήτημα εκλογής ή διορισμού των πρυτανικών αρχών, την ενίσχυση των ψηφιακών δομών των πανεπιστημίων, τη διευκόλυνση της καλλιέργειας σχέσεων με πανεπιστήμια - πρότυπα του εξωτερικού για δημιουργική μίμηση καλών πρακτικών.
Γιατί η έλλειψη παιδείας αποτελεί την τελεσίδικη καταδίκη του μέλλοντός μας. Και ως παιδεία δεν εννοώ την εκπαιδευτική διαδικασία κατά την οποία κάποιος απλά καλείται να «περάσει» μαθήματα. Εννοώ την πραγματική καλλιέργεια του πνεύματος, της ενσυναίσθησης, της εμπέδωσης της υγιούς συλλογικότητας.
Να σταματήσουμε λοιπόν να βλέπουμε το Πανεπιστήμιο ως προθάλαμο κομματικής ενηλικίωσης και να αρχίζουμε να το αντιλαμβανόμαστε ως θερμοκοιτίδα της ιδιότητας του σκεπτόμενου του πολίτη.
Γιατί αυτή λείπει διαχρονικά.
Προφανώς και υπερψηφίζω το σχέδιο νόμου και συγχαίρω την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων συνολικά για το έργο της.
Σας ευχαριστώ πολύ.