Συνέντευξη στην εφημερίδα «Αχαϊκή ΠΟΛΙΤΕΙΑ» και το δημοσιογράφο κ. Αχ. Ροδίτη

Ο Αλέξης Τσίπρας και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επιμένουν ότι η 21η Μαΐου θα είναι η μέρα που η κάλπη θα «βγάλει» ανατροπή. Ποια είναι η δική σας αίσθηση, κύριε Λαζαρίδη;

Θα έλεγα ότι η 21η Μαΐου θα είναι η μέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ θα αρχίσει να ψάχνει για νέο αρχηγό. Εκτιμώ ότι δεύτερη φορά αριστερά δεν θα υπάρξει, δεδομένου ότι ο κ. Τσίπρας και οι σύντροφοί του δοκιμάστηκαν και απέτυχαν, ανέβηκαν στην εξουσία με ψέματα και προσγειώθηκαν ανώμαλα, αποδεικνυόμενοι ως η πιο ανίκανη και επικίνδυνη για τον τόπο κυβέρνηση από τη μεταπολίτευση και μετά. Και τώρα, τι υπόσχονται; Τους ξεφεύγουν μερικές πικρές αλήθειες που οι πολίτες πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψιν τους. Η δήθεν «προοδευτική» κυβέρνηση που επικαλούνται -χωρίς να εξηγήσουν ποιοι θα συμμετάσχουν σε αυτήν, μεταφράζεται σε μια νέα φοροεπιδρομή, όπως προανήγγειλε ο κ. Δραγασάκης πριν από λίγες μόλις ημέρες, αλλά και στην επιστροφή του χάους στο μεταναστευτικό, όπως αποτυπώνεται από την παρεμπόδιση από τον ΣΥΡΙΖΑ της επέκτασης του φράχτη στον Έβρο. Ανατροπή από τον κ. Τσίπρα ο οποίος έχει σταθερά στο πλευρό του δύο αμετάκλητα καταδικασμένους από την Δικαιοσύνη πρώην Yπουργούς του, τον κ. Παππά και τον κ. Παπαγγελόπουλο, δεν μπορώ να φανταστώ και νομίζω δεν μπορούν να το φανταστούν ούτε οι πολίτες. Η σημερινή Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με εκείνη του 2019. Η πορεία προς τα εμπρός και η συνέχιση της αποτελεσματικής πολιτικής από τη Νέα Δημοκρατία είναι μονόδρομος.

 

Ποιο τελικά κριτήριο επιλογής πιστεύετε ότι θα κυριαρχήσει, ως δίλημμα και διακύβευμα, για κάθε ψηφοφόρο όταν μπει στο παραβάν για να ψηφίσει;

Το αν θέλει η χώρα να πάει μπροστά, συνεχίζοντας να εκσυγχρονίζεται και να βελτιώνει την ποιότητα ζωής των πολιτών ή να γυρίσει πίσω, μπαίνοντας σε νέες περιπέτειες. Το αν θα εμπιστευτεί για τη διακυβέρνηση της χώρας και τη διαχείριση των μεγάλων κρίσεων τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Το αν θα συμφωνήσει με την καθαρή πρόταση για την επόμενη μέρα του σημερινού πρωθυπουργού ή θα αρκεστεί στο θολό μήνυμα που εκπέμπουν οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης, με άγνωστες τις συνέπειές τους. Το αν θέλει, μετά την μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, να προχωρήσουμε στην προσπάθεια αύξησης των μισθών, αναβάθμισης της δημόσιας υγείας και παιδείας και αποτελεσματικής διαχείρισης των χρόνιων παθογενειών του βαθέως κράτους ή θα γυρίσει στην Ελλάδα του χθες, χωρίς ελπίδα και προοπτική. Τα διλήμματα της κάλπης είναι ξεκάθαρα και η κάθε Ελληνίδα και ο κάθε Έλληνας είμαι βέβαιος ότι θα πράξουν το σωστό για την πατρίδα και για τους ίδιους.

 

Η «πολυ(δια)φωνία» μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ΜΕΡΑ25, σε σχέση με ένα σενάριο πιθανής συνεργασίας για συγκυβέρνηση, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για να υπάρξει προς τα εκεί ροή ψηφοφόρων; Μήπως αυτός είναι ο λόγος που βλέπουμε να αυξάνει το ποσοστό των αναποφάσιστων και τα αντιπολιτευτικά κόμματα να μην καρπώνονται την όποια δυσαρέσκεια μπορεί να υπάρχει;

Αναμφίβολα, όπως φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις, το αφήγημα της αντιπολίτευσης δεν μπορεί να πείσει τους πολίτες να την εμπιστευτούν. Τόσο ο αντιπολιτευτικός τους λόγος όσο και τα ανύπαρκτα κυβερνητικά προγράμματα ενόψει της νέας τετραετίας, προβληματίζουν ακόμα και τους πιο πιστούς οπαδούς τους. Υπερασπίζονται με σθένος την απλή αναλογική και παράλληλα «ορκίζονται» στο όνομα της σταθερότητας του τόπου, πράγματα τελείως αντίθετα μεταξύ τους. Αντίθετα, η αποδοχή της Νέας Δημοκρατίας από τον κόσμο, παρά τις συνεχείς εξωγενείς κρίσεις που είχαμε να αντιμετωπίσουμε τα τελευταία χρόνια, είναι μεγάλη. Δεν έχει ξαναϋπάρξει κόμμα το οποίο να παραμένει σταθερά μπροστά από τα υπόλοιπα επί οκτώ συναπτά έτη, από το 2016 μέχρι σήμερα. 

 

Πάντως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η Ν.Δ. βρίσκεται σε θέση αποδέκτη έντονης κριτικής και συναισθημάτων απογοήτευσης απ' τους πολίτες, με αφορμή: την ακρίβεια, την συνέχιση «κακών κειμένων», (ειδικά μετά το δυστύχημα των Τεμπών που ανέδειξε τα προβλήματα στον ΟΣΕ), την μη πρόοδο σε πολλούς τομείς. Εξ ου και τα ποσοστά, παρά την δημοσκοπική πρωτιά, δεν δίνουν «αέρα» αυτοδυναμίας. Τι λέτε για αυτά; Τι απαντάτε όταν σας ρωτούν οι πολίτες στην Καβάλα όπου είστε εκ νέου υποψήφιος;

Ποτέ δεν είπαμε ότι τα κάναμε όλα τέλεια. Πρώτος όλων, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναγνωρίσει λάθη, καθυστερήσεις και αστοχίες, τις οποίες όμως, αμέσως μόλις εντοπιστούν, σπεύδουμε να διορθώσουμε. Και όπως προανέφερα, οι καταστάσεις που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε δεν ήταν καθόλου εύκολες. Αντίθετα, από τη μία η πανδημία, παράλληλα οι τουρκικές προκλήσεις και η προσπάθεια εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού, ακολούθως η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνέθεσαν ένα σκηνικό εξαιρετικά σύνθετο και δύσκολα διαχειρίσιμο. Ωστόσο, τα καταφέραμε, ενώ ταυτόχρονα υλοποιήσαμε σχεδόν στο σύνολό του και τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις. Δεν θέλω να σκεφτώ το θα συνέβαινε αν στο τιμόνι της χώρας, αντί του Κυριάκου Μητσοτάκη, βρισκόταν ο Αλέξης Τσίπρας. Όσο για την αυτοδυναμία, εκτιμώ ότι όσο πλησιάζει η ώρα της λαϊκής ετυμηγορίας, τόσο θα την πλησιάζουμε. Μέχρι τότε, όμως, προέχει η πρώτη και εξαιρετικά σημαντική κάλπη, της  21ης Μαΐου. Αυτή που θα καθορίσει το ποιο θα είναι το κόμμα και ποιος ο πρωθυπουργός που θα κυβερνήσουν την επόμενη τετραετία.

 

Μια δεύτερη ευκαιρία διακυβέρνησης της Ν.Δ. τι θα «δώσει» στη χώρα;

Στις προσεχείς εκλογές οι ψηφοφόροι θα κληθούν να συγκρίνουν την Ελλάδα του 2023 με την Ελλάδα του 2019, να συγκρίνουν και να αξιολογήσουν προτάσεις και αξιοπιστία για το πώς η χώρα θα πορευτεί από εδώ και πέρα. Προτεραιότητες της επόμενης τετραετίας για τη Νέα Δημοκρατία θα είναι η αύξηση των μισθών, η περαιτέρω βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη και η πιο τολμηρή σύγκρουση με τις νοοτροπίες που θέλουν να κρατήσουν την Ελλάδα στάσιμη. Παράλληλα, η ανάπτυξη, η παραγωγή πλούτου και η σωστή της διάχυση εντός της κοινωνίας είναι ψηλά στο κυβερνητικό μας πρόγραμμα που θα ανακοινωθεί επισήμως τις επόμενες μέρες. Η εντολή που θα ζητήσουμε από τον ελληνικό λαό είναι «πιο γρήγορα», «πιο τολμηρά», «να πάμε την Ελλάδα πιο μπροστά και πιο ψηλά». Κι αυτό θα ψηφίσουμε σε 1,5 περίπου μήνα.