Συνέντευξη στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία» και το δημοσιογράφο κ. Δ. Παπαγεωργίου
Οι Τούρκοι συνεχίζουν τις προκλήσεις σε ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο. Από την πλευρά μας, πολλά ακούγονται για τα 12 ή και τα 6 ναυτικά μίλια. Τελικά, ποια είναι η «κόκκινη γραμμή» για την κυβέρνηση;
Να ξεκαθαρίσω από την αρχή ένα πράγμα: ειδικά στα εθνικά μας θέματα, θα πρέπει όλοι να είμαστε δύο φορές προσεκτικοί και υπεύθυνοι. Και αναφέρομαι βασικά στον ΣΥΡΙΖΑ που προσπαθεί να αντιπολιτευτεί με λάθος και επικίνδυνο - κάποιες φορές - για τα ελληνικά συμφέροντα τρόπο. Θα επαναλάβω την πάγια θέση της χώρας μας που αυτονόητα είναι και η θέση της σημερινής Κυβέρνησης: Η Ελλάδα διατηρεί στο ακέραιο το αναφαίρετο δικαίωμά της να επεκτείνει, όποτε το κρίνει, όπως το κρίνει, τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Το δικαίωμα αυτό δεν τίθεται υπό αίρεση.
Ήδη, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πρώτη το άσκησε ξεκινώντας από τον Ιόνιο, ενώ θα υπάρξει επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και σε περιοχές που οριοθετήθηκαν με την συμφωνία της Αιγύπτου. Στο πλαίσιο αυτό, έχει αρχίσει η εργασία των ωκεανογράφων, ώστε να προχωρήσουμε στις επόμενες κινήσεις μας. Το έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό; Όχι βέβαια.
Οι πρόσφατες συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, αλλά και η ευρύτερη εξωτερική πολιτική της χώρας που προφανώς επικεντρώνεται στο διπλωματικό επίπεδο, είναι η καλύτερη απόδειξη, είτε αρέσει σε κάποιους, είτε όχι, ότι η Ελλάδα, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη μπροστά, μεγαλώνει.
Από εκεί και πέρα, είναι ξεκάθαρο ότι η χώρα μας θα υπερασπιστεί την εθνική της κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα με τον πιο αποφασιστικό τρόπο, εφόσον χρειαστεί. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις άλλωστε, βρίσκονται σε βαθμό απόλυτης ετοιμότητας για κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Και να είστε βέβαιος, κ. Παπαγεωργίου, ότι όποιος τολμήσει να κάνει το βήμα παραπάνω, θα πληρώσει ένα πολύ βαρύ τίμημα.
Ο «πόλεμος» που έχει ξεκινήσει μεταξύ Μακρόν και Ερντογάν πολλοί υποστηρίζουν ότι βοηθά σε διπλωματικό επίπεδο τη χώρα μας. Συμφωνείτε;
Οι τελευταίες εξελίξεις προφανώς δεν είναι ευχάριστες και δεν ικανοποιούν κανέναν λογικό άνθρωπο, οποιασδήποτε εθνικότητας, ιδεολογίας ή θρησκείας. Από την άλλη πλευρά αυτή η εξαιρετικά θλιβερή κατάσταση δίνει την αφορμή να αντιληφθούν και άλλοι έμπρακτα τον τρόπο του πολιτεύεσθαι του Τούρκου Προέδρου και να διαπιστώνουν την μέγιστη απειλή που βιώνει και καταγγέλλει όλον αυτόν τον καιρό η Ελλάδα, θέτοντας το ζήτημα στις διεθνείς Συνόδους. Ο κ. Ερντογάν, με τη ρητορική που χρησιμοποιεί και στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι είναι αυτόκλητος ηγέτης του ισλαμικού κόσμου, ρίχνει λάδι στη φωτιά και δίνει άλλοθι στον εξτρεμισμό, καθιστώντας τον εαυτό του ηθικό αυτουργό για πολλά από τα αποτρόπαια γεγονότα που συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες. Όπου κρίση και πόλεμος η Τουρκία είναι παρούσα. Έχει μετατραπεί σε ταραξία της ευρύτερης περιοχής.
Οι συγκεκριμένες εξελίξεις, πάντως, επιβεβαιώνουν την επιλογή της ελληνικής Κυβέρνησης να επιμένει διπλωματικά και την δικαιώνουν όσον αφορά την προσπάθεια πειθούς των εταίρων μας για τις επικινδυνότητα της Τουρκίας και τις επιπτώσεις των κλιμακούμενων προκλήσεών της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Η στάση αυτή υπερβαίνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αγγίζει τον πυρήνα ζωτικών ευρωπαϊκών συμφερόντων. Και αυτή τελικά είναι η μεγάλη επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι κατάφερε να μετατρέψει τα ελληνοτουρκικά σε ευρωτουρκικά, με ό,τι επιπτώσεις μπορεί αυτό να έχει στη συνέχεια για τον αλαζόνα Ερντογάν.
Η αντιπολίτευση, όμως, κατηγορεί την Κυβέρνηση για «μυστική διπλωματία». Τι απαντάτε;
Κύριε Παπαγεωργίου, όπως έχει πει ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής, στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται αλλά δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται αλλά δεν λέγονται. Αυτό ταιριάζει ακόμα πιο εμφατικά στην εξωτερική μας πολιτική. Άλλο αυτό, όμως, και άλλο ότι έχουμε επιστρέψει στη μυστική διπλωματία του 19ου αιώνα, αψηφώντας τους νόμους της Δημοκρατίας. Σήμερα για οποιαδήποτε επίσημη κίνηση ενημερώνονται όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, είτε δια των αρχηγών τους από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, είτε δι’ αντιπροσώπων από τον υπουργό Εξωτερικών, όπως έγινε την περασμένη Πέμπτη. Επίσης, το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής - του οποίου έχω την τιμή να είμαι μέλος - συνεδριάζει με ευλαβική συνέπεια προς ενημέρωση του πολιτικού μας συστήματος για όλες τις ενέργειες της Κυβέρνησης. Τακτικά, εξάλλου, ο Πρωθυπουργός ενημερώνει την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τις εξελίξεις. Σε καμία περίπτωση δεν θα δεχθώ ότι έχουμε «μυστική» διπλωματία. Άλλωστε, για όλες τις τελευταίες σημαντικές επιτυχίες μας, όπως οι διακρατικές συμφωνίες για την οριοθέτηση Α.Ο.Ζ. και θαλασσίων ζωνών, η ενίσχυση των συμμαχιών μας με στρατηγικούς «παίκτες» (Ισραήλ, ΗΠΑ, Ρωσία, αραβικό κόσμο κ.α.), καθώς και οι εξαιρετικά σημαντικές ενεργειακές συμφωνίες, ήρθαν σε άμεση γνώση όλων των κομμάτων από την πρώτη στιγμή.
Όσον αφορά το Σκοπιανό, κάποιοι εγκαλούν τη Νέα Δημοκρατία για «κωλοτούμπα» μετά τις εκλογές. Ποια η θέση σας;
Σας υπενθυμίζω κατά λέξη τι είχε πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις 24 Ιανουαρίου 2019 από το βήμα της Βουλής: «Οφείλω να είμαι ειλικρινής αλλά και σαφής. Αν η Συμφωνία των Πρεσπών κυρωθεί, τότε δε μπορεί να ακυρωθεί καθώς διαθέτει μεγαλύτερη ισχύ από κάθε νόμο. Γι’ αυτό όλα κρίνονται τώρα. Η ώρα της ευθύνης είναι τώρα όχι μετά. Οι υπεύθυνοι κρίνονται εδώ όχι αλλού». Ήταν ξεκάθαρος ο σημερινός Πρωθυπουργός και δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο τη στάση του. Αυτό που προτιμούσαμε να έχει γίνει τότε, να μην ψηφιστεί η κακή συμφωνία, στην πράξη μας το απαγόρευσαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η αλλοπρόσαλλη πλειοψηφία που υπήρξε στην ψηφοφορία, εκχωρώντας μακεδονική γλώσσα, ταυτότητα και εθνότητα στην σκοπιανή πλευρά. Αυτό που μένει σε εμάς είναι να φροντίσουμε να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, ώστε να μην ανθίζει η δυνητική ρίζα του αλυτρωτισμού.
Και θα σας πω και κάτι άλλο. Όχι μόνο δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους όρους τη συμφωνίας, αλλά και δεν μας συμφέρει, αφού, πέρα από τη δέσμευση που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα, δεν πρέπει η Ελλάδα να γίνει αυτή που θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου αμφισβητώντας διεθνείς συνθήκες. Θα δίναμε το απόλυτο άλλοθι στην Τουρκία να προσθέσει επιχειρήματα στον αναθεωρητισμό της και να αμφισβητήσει ακόμα και τη συνθήκη της Λοζάνης, όπως ήδη το επιδιώκει. Και φυσικά στην παρούσα περίοδο όλοι αντιλαμβανόμαστε πόσο καταστροφικό θα ήταν αυτό.