Συνέντευξη στην εφημερίδα «tomanifesto» και το δημοσιογράφο κ. Νίκο Αρμένη

Το ενεργειακό συνεχίζει να αποτελεί το κορυφαίο πρόβλημα σε Ευρώπη και αναπόφευκτα στην Ελλάδα. Θεωρείτε πως αλλάζει κάτι μετά και την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε.; Η Ευρώπη λειτούργησε, ως όφειλε;

Η Ευρώπη, έστω και με καθυστέρηση επτά μηνών, αποφάσισε να κινηθεί προς όφελος των κρατών της και των κοινωνιών. Η συμφωνία που επήλθε γεφυρώνει τις διαφορές που υπήρχαν και όλοι αντιλήφθηκαν πως ήταν αναγκαία μια τέτοια ευρωπαϊκή παρέμβαση, όπως το πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, το οποίο βρισκόταν εκτός συζήτησης λόγω της στάσης συγκεκριμένων χωρών.

Με την απόφαση των Ευρωπαίων ηγετών όλοι θα ωφεληθούν, καθώς θα πληρώνουν χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου, χωρίς παράλληλα να διακινδυνεύσουν και την ασφάλεια του εφοδιασμού. Μέρος των προτάσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη από τον περασμένο Μάρτιο, έρχονται τώρα οι ομόλογοί του να τις αποδεχτούν, αναγνωρίζοντας την αναγκαία κεντρική παρέμβαση στο ζήτημα της ενέργειας. Πλέον, αναλαμβάνουν οι Υπουργοί Ενέργειας, οι οποίοι και θα πρέπει να εξειδικεύσουν τις σχετικές προτάσεις προκειμένου να υλοποιηθούν.

 

Κα μέχρι να εφαρμοστεί στην πράξη η ευρωπαϊκή βοήθεια; Πως θα αντέξουν τα νοικοκυριά τη μακρά δοκιμασία;

Προφανώς, η Κυβέρνηση δεν περίμενε μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να περιμένει τις καθυστερημένες ευρωπαϊκές αποφάσεις. Για τον σκοπό αυτό, όλους τους προηγούμενους μήνες στήριζε τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, κάτι που δεν θα σταματήσει να το κάνει για όσο χρόνο χρειαστεί. Αντιληπτή είναι, για παράδειγμα, η παρέμβαση που διαπιστώνουν οι καταναλωτές όταν λαμβάνουν τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, δηλαδή το ποσό της κρατικής επιδότησης και το τελικό ποσό που πληρώνουν. Έτσι, το Σεπτέμβριο, η Αθήνα ήταν η δεύτερη φθηνότερη πρωτεύουσα σε 15 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που είχαν μετρηθεί σε δημοσιοποιημένη έρευνα.

Ταυτόχρονα, νομοθετήθηκαν και αρχίζουν να αποδίδονται στην κοινωνία τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, όπως το ενισχυμένο επίδομα θέρμανσης, το φοιτητικό επίδομα και αυτό των 250 ευρώ, το οποίο θα δοθεί στα πιο αδύναμα νοικοκυριά στο τέλος του χρόνου.

 

Και η ακρίβεια;

Όπως είναι κοινά παραδεκτό, πρόκειται για εξωγενές πρόβλημα, κάτι που αποδεικνύεται και από τον δείκτη τιμών για τους καταναλωτές στην ευρωζώνη, ο οποίος αυξήθηκε τον Σεπτέμβριο κατά 10%. Οφείλεται κατά βάση στην ευρεία επίδραση του ενεργειακού κόστους στην αγορά και την επακόλουθη αύξηση στις λειτουργικές δαπάνες από τις μεταφορές έως την ηλεκτροδότηση.

 Η Κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την πίεση στα νοικοκυριά και συνεργάζεται με τους εκπροσώπους της αγοράς για λύσεις στο πλαίσιο του εφικτού.

Οι ισχυρισμοί ορισμένων ότι δεν γίνονται έλεγχοι στην αγορά διαψεύδονται από τα επίσημα στοιχεία της Διυπουργικής Μονάδας Ελέγχου Αγοράς (ΔΙΜΕΑ). Το τελευταίο εξάμηνο, από τον Απρίλιο έως τις αρχές Οκτωβρίου, έγιναν 3.831 έλεγχοι για την αποτροπή φαινομένων αισχροκέρδειας σε καταστήματα τροφίμων και σούπερ μάρκετ, διαπιστώθηκαν 283 παραβάσεις κι επιβλήθηκαν πρόστιμα συνολικού ύψους 397.305 ευρώ. Ποτέ στο παρελθόν δεν έγιναν τόσο μαζικοί έλεγχοι για τον έλεγχο του πληθωρισμού και της αισχροκέρδειας στην αγορά.

Παράλληλα, έτοιμο προς εφαρμογή είναι το «καλάθι του νοικοκυριού», στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται 50 διαφορετικά προϊόντα απαραίτητα για τη διαβίωση ενός σπιτιού, προκειμένου να δοθεί μάχη να συγκρατηθούν οι τιμές στο μέγιστο δυνατό βαθμό.

Δεν χωρά αμφιβολία -και το αναγνωρίζουν οι πολίτες- πως κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας και όσο βέβαια το επιτρέπουν τα δημοσιονομικά για τη στήριξη των νοικοκυριών.

 

Κάποιοι -ανάμεσα στους οποίους και τα κόμματα της αντιπολίτευσης-  κάνουν λόγο για την ανάγκη μείωσης του ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν αποτελεί λύση μια ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ, τόσο διότι δεν θα έλυνε το πρόβλημα, όσο και γιατί θα μπορούσε να δημιουργήσει και πολλά άλλα. Ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ θα στερούσε από το Δημόσιο σημαντικά έσοδα και θα έπληττε τη δημοσιονομική δυνατότητα της χώρας να στηρίζει τα νοικοκυριά στον τομέα της ενέργειας και να παρέχει έκτακτη στήριξη στους πιο αδύναμους. Ταυτόχρονα, οριζόντια μείωση του ΦΠΑ θα οδηγούσε σε απώλεια εσόδων από τους επισκέπτες και από εκείνους οι οποίοι δεν έχουν καμία δυσκολία να καταβάλλουν αυτό το τίμημα. Προφανώς, θα συνέφερε περισσότερο τους πιο εύπορους, που έχουν τη δυνατότητα για μεγάλες καταναλώσεις ενέργειας, κα όχι εκείνους που καταναλώνουν αναγκαστικά πολύ λιγότερα. Θα πρέπει δε να τονιστεί ότι οι μειώσεις ΦΠΑ δεν έχουν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε περιπτώσεις που εφαρμόστηκαν. Το όφελος χάθηκε τελικά στην ίδια την αλυσίδα και δεν έφτασε στους τελικούς καταναλωτές.

Κύριε Αρμένη, μακάρι να μπορούσαμε να δώσουμε τα πάντα στους πάντες, όπως έρχεται να υποσχεθεί και πάλι υποκριτικά και με περισσό λαϊκισμό ο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως

οφείλουμε πάσει θυσία να είμαστε απολύτως συνεπείς στην υλοποίηση των στόχων του Προϋπολογισμού. Η Ελλάδα έχει στο παρελθόν πληρώσει πολύ ακριβά τον λαϊκισμό και τις πλειοδοσίες. Δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο να επαναληφθεί αυτό.

 

Στα εθνικά μας θέματα, την κορυφή του δημοσίου διαλόγου καταλαμβάνει διαρκώς το τελευταίο διάστημα η Τουρκία και οι προκλήσεις της. Βλέπετε εφικτή την επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών;

Η ευθύνη για την όξυνση των τόνων και την επιδείνωση σχέσεων των δύο χωρών ανήκει αποκλειστικά στη γείτονα. Αμφισβητεί το status quo, όπως έχει διαμορφωθεί στην ευρύτερη περιοχή μας, δεν  σέβεται τις βασικές αρχές και αξίες των σχέσεων καλής γειτονίας, ούτε το διεθνές δίκαιο, ενώ χρησιμοποιεί κατά κόρον fake news για να πείσει για τις θέσεις της. Η δική μας θέση δεν έχει αλλάξει. Είμαστε ανυποχώρητοι σε ό,τι αφορά στα ζητήματα της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, την χωρίς όρους παραδοχή του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Αλλά νομίζω ότι και η Τουρκία έχει συνειδητοποιήσει πως οι ανυπόστατοι ισχυρισμοί και η ρητορική όξυνση οδηγούν σε αδιέξοδο. Όπως έχει τονίσει και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τα παράθυρα του διαλόγου είναι ανοιχτά αλλά οι πόρτες στις προκλήσεις παραμένουν ερμητικά κλειστές. Η Άγκυρα και ο πρόεδρος Ερντογάν, εάν το επιθυμούν πραγματικά, μπορούν να αλλάξουν συμπεριφορά και στη συνέχεια να επανέλθουμε στο τραπέζι του διαλόγου. Η Ελλάδα, ενισχυμένη όσον αφορά τις συμμαχίες αλλά και την αποτρεπτική της δύναμη, είναι εδώ, εγγύηση σταθερότητας στην περιοχή.